- χαμηλός
- -ή, -ό / χαμηλός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και διαλ. τ. χαμ(π)λός, -ή, -ό, Ν, και χαμαλός, -ή, -όν, Α1. αυτός που αναπτύσσεται χάμω, κοντά στο έδαφος2. αυτός που έχει μικρό ύψος, βραχύς, κοντόςνεοελλ.1. ο κάτω τής κανονικής και συνήθους στάθμης («χαμηλή θερμοκρασία»)2. (για τιμή) προσιτός («στις εκπτώσεις οι τιμές είναι χαμηλές»)3. (για φωνή) σιγανός, ψιθυριστός4. μτφ. (για πρόσ.) ποταπός, τιποτένιος5. το θηλ. ως ουσ. η χαμηλήμουσ. σημείο τής βυζαντινής μουσικής που δηλώνει κατέβασμα τής φωνής6. φρ. α) «στα χαμηλά» — στην πεδιάδαβ) «χαμηλό βαρομετρικό» ή, απλώς, «το χαμηλό»(μετεωρ.) κέντρο μικρότερων σχετικά ατμοσφαιρικών πιέσεων, γύρω από το οποίο οι άνεμοι πνέουν κατά τη φορά τών δεικτών τού ρολογιού στο Νότιο και κατά την αντίθετη με αυτήν φορά στο Βόρειο Ημισφαίριομσν.-αρχ.μτφ. (για πράγμ.) ανάξιος λόγου, μηδαμινόςαρχ.φρ. «πνέω χαμηλά» — είμαι τιποτένιος λόγω τής φτώχειας που μέ δέρνει (Πίνδ.).επίρρ...χαμηλά / χαμηλῶς ΝΜσιγανά, σιγάνεοελλ.σε μικρό ύψος.[ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. χαμαί «κάτω» + κατάλ. -ηλός (πρβλ. ἀπατ-ηλός, ὑψ-ηλός)].
Dictionary of Greek. 2013.